- σιαλώδης
- (I)-ες / σιαλώδης, -ῶδες, ΝΑ [σίαλον]αυτός που είναι όμοιος ως προς τη μορφή ή τη σύσταση με το σάλιο2. γεμάτος σάλιο3. αυτός που παράγει σάλιο.————————(II)-ῶδες, Α [σίαλος (ΙΙ)]ο όμοιος με πάχος, όμοιος με λίπος, λιπαρός.
Dictionary of Greek. 2013.